- γρατσουνιά
- και γρατζουνιά, ητο γρατσούνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άμυγμα — ἄμυγμα, το (Α) [ἀμύσσω] γρατσουνιά, γρατσούνισμα, νύχια, αμυχή … Dictionary of Greek
άμυξις — ἄμυξις ( εως), η (Α) [ἀμύσσω] 1. σχίσιμο, ξέσχισμα 2. χαραγή, γρατσουνιά 3. ερεθισμός 4. φρ. «σικύα ἡ χωρὶς ἀμύξεως», κούφια βεντούζα … Dictionary of Greek
αμυχή — η (Α ἀμυχή) επιπόλαιο τραύμα τού δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα αρχ. 1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή 2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό 3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν,… … Dictionary of Greek
νύχισμα — νύχισμα, τὸ (Μ) γρατσουνιά από νύχι, νυχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νυχίζω < αρχ. ὀνυχίζω] … Dictionary of Greek
γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση του δέρματος: Μετά το σφάξιμο του ζώου, ακολουθεί το γδάρσιμο. 2. επιπόλαιο τραύμα, γρατσουνιά: Από το ατύχημα έπαθε μόνο γδαρσίματα. 3. η οικονομική εξάντληση κάποιου από άλλον, η αισχροκέρδεια: Καταστράφηκε οικονομικά από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρατζουνιά — γρατζουνιά, η και γρατσουνιά, η γδάρσιμο, αμυχή του δέρματος: Είχα ένα τρακάρισμα αλλά γλίτωσα μόνο με γρατζουνιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγκρουνιά — τσαγκρουνιά, η και τσουγκρανιά, η αμυχή, νυχιά, ξέγδαρμα, γρατσουνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)